- υαλογάνωμα
- το, -ατοςτο υαλοβερνίκωμα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλογάνωμα — το, Ν εφυάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γάνωμα] … Dictionary of Greek
εφυάλωμα — το [εφυαλώνω] υαλώδες επίχρισμα μετάλλινων ή πήλινων σκευών, υαλογάνωμα, σμάλτωμα, σμάλτο … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
υαλοβερνίκωμα — το, ατος υαλοειδές επίχρισμα φαγεντιανών ή πήλινων σκευών, που τα κάνει υδατοστεγή, το υαλογάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)